Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

Δρόμοι (1)

Οι δρόμοι που είναι ανοιχτοί μπροστά σου, οι δρόμοι που σε καλούν... Μπροστά μου αμέσως δημιουργείται η εικόνα ενός μεγάλου φαρδιού δρόμου, ίσιου και μεγάλου, όπως αυτοί οι μεγάλοι δρόμοι που διασχίζουν κατά μήκος την Ιταλία και τελειωμό δεν έχουν.
Μου αρέσει να είναι μακριά ο προορισμός και να μην ξέρεις πότε θα φτάσεις. Μου αρέσει να βγαίνουμε από τον μεγάλο δρόμο και να χανόμαστε σε μικρούς επαρχιακούς δρόμους όπου δεν τρέχουν όλοι σα δαιμονισμένοι, δεν περνούν ξυστά δίπλα σου. Να χάνουμε τον δρόμο και να ρωτάμε για να τον ξαναβρούμε και να πιάνουμε κουβέντα και να καθόμαστε άμα λάχει σε ξεχασμένες πλατείες χωριών που δεν είναι τουριστικά. Να πίνουμε στα ξαφνικά ένα τσίπουρο και οι ντόπιοι που μιλάμε μαζί τους να είναι σαν τον πατέρα μου ή σαν τον θείο μου, ή σαν τον μπάι-Ντήνη, που μας έλεγε παραμύθια, όταν ήμουν παιδί και μαζεύομασταν όλα μαζί τα παιδιά του χωριού στα χόρτα μπροστά στο σπίτι του και κρεμόμασταν απ' τα χείλη του...
Μου αρέσει μετά να ξαναβρίσκουμε το δρόμο το σωστό, ν' ακούμε τη μουσική που μας αρέσει και που κάνει το ταξίδι διπλό, ένα αυτό το κανονικό κι άλλο ένα μέσα μας, σ' αυτά που μόλις ζήσαμε, σ' αυτά που πολύ πριν ζήσαμε και τα είχαμε ξεχάσει ή σ' αυτά που θέλουμε να ζήσουμε... Να λέμε και καμιά κουβέντα πότε - πότε, έτσι για να δηλώνουμε την παρουσία μας, αλλά αυτό να μην πειράζει, θέλω να πω η σιωπή να είναι οικεία, γλυκιά, ανακουφιστική, ίσα για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας χωρίς να είναι ανάγκη να απολογηθούμε σε κανέναν γιατί τις εξαντλήσαμε.
Και μου αρέσει επίσης να κάνω τον δρόμο και μόνη. Μου αρέσει να οδηγώ, να μην έχω κανέναν δίπλα μου, να ακούω ραδιόφωνο, να εκπλήσσομαι από τη μουσική, να βρίσκω τον εαυτό μου που τον χάνω στην καθημερινότητα, να νιώθω πως όλα μπορώ να τα κάνω!

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007

Δρόμοι

Μου αρέσουν οι δρόμοι. Να ξεκινάς και να νιώθεις πως τώρα κάτι καινούριο αρχίζει. Φεύγεις, πας κάπου αλλού... Ο αδερφός μου έλεγε πως εμένα μάλλον από λάθος στο μαιευτήριο μ' έδωσαν στην οικογένειά μας, καλύτερα θα ταίριαζα στους τσιγγάνους!
Μου αρέσει όμως και να επιστρέφω, κι έτσι χωρίζω τους δρόμους σε κομμάτια. Είναι αυτά που σε απομακρύνουν από την εστία σου και είναι τα ίδια πάλι που σε φέρνουν κοντά...
Σ' αυτό το κομμάτι του δρόμου, το τελευταίο, νιώθω πάντα τα ίδια συναισθήματα. Ηρεμία που έρχεται σιγά σιγά όσο τα δέντρα πληθαίνουν, το τοπίο αλλάζει, τα βουνά είναι τα δικά μας και οι πινακίδες είναι περιττές. Η ψυχή μου έρχεται σιγά σιγά στη θέση της , τα μάτια κλείνουν, θαλπωρή με τυλίγει... Ξέρω σε ποια στροφή του δρόμου γίνεται αυτό και είναι στον δρόμο για το πατρικό μου, και ήταν πάντοτε έτσι. Μου συνέβη και όταν ζούσαμε στη Γερμανία. Τα δύο πρώτα χρόνια είμασταν στο Gifhorn, μια μικρή πόλη στη Βόρεια Γερμανία και μετά στο Βielefeld. Ξέρω σε ποιο κομμάτι του δρόμου από το Bielefeld για το Gifhorn γινόταν η αλλαγή, πότε ένιωθα στα δικά μου νερά κι ότι τώρα φτάνω σπίτι, κι όλως περιέργως δεν ήταν το σπίτι μου εκεί. Ήταν όμως άνθρωποι που αγαπούσα. Και ήταν ο προορισμός μου, άλλη μία εστία... Κι όταν τα σκέφτομαι αυτά και νιώθω κάπως έτσι, έρχονται πάντα στο μυαλό μου οι στίχοι του Καβάφη "αγαπημένα των πατρίδων μας νερά" από το ποίημά του Επάνοδος απότην Ελλάδα:


Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Aιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Pώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Aξίζει να γελιούμαστε;
—αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.
Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό,καμιά Aραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.
A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου που ρέει μες στες φλέβες μας
να μη ντραπούμε,να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)